- παρατράγουδο
- τοαπρεπές και θορυβώδες επεισόδιο, ατόπημα, άτοπο συμβάν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρατράγουδο — το επεισόδιο θλιβερό, απρέπεια, ατόπημα: Έγιναν πολλά παρατράγουδα στη βάφτιση για το όνομα του παιδιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek